πολυμαθείας

πολυμαθείας
πολυμαθείᾱς , πολυμάθεια
fem acc pl
πολυμαθείᾱς , πολυμάθεια
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • HEIDEGGERUS John. Henricus — Theologus Tigurinus exercitatissimus. Nat. Berotisvillae in agro Tigurino A. C. 1633. patre Pastore, tritavis Reformatoribus, ex avia, Zuinglii Bullingeriqueve nepte, in Patria Schola futurae πόλυμαθείας fundamenta iecit, sub Rudolpho Stuckio,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLYMATHIA — Vossio viam ad Philosophiam parat. Cum enim tria faciat disciplinarum genera, primum earum esse dicit, quae pertinent ad Πολυμάθειαν: Alterum, quae pars sunt Philosophiae, studiorum Reginae: Tertium, huius comitum ac instrumentorum; cuiusmodi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… …   Dictionary of Greek

  • πολύαινος — Έλληνας ρήτορας από τη Μακεδονία (2ος αι. μ.Χ.) και συγγραφέας στρατιωτικών έργων. Έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρο το έργο του Στρατηγήματασε 8 βιβλία, συλλογή στρατιωτικών τεχνασμάτων, τα οποία ο Π. αντλεί από διάφορες πηγές (Έφορο, Ηρόδοτο κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • Δουκάγκιος — (Αμιέν 1610 – Παρίσι 1688). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου βυζαντινολόγου Charles du Fresn, Seigneur du Cange (κύριος του Κανζ). Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές των βυζαντινών φιλολογικών και ιστορικών σπουδών. Έως την ηλικία των 45 ετών δεν είχε …   Dictionary of Greek

  • Ερέρα, Φερνάντο ντε- — (Fernando de Herrera, Σεβίλη 1534 – 1597). Ισπανός ποιητής, ιδρυτής και κύριος εκπρόσωπος της σεβιλιανής σχολής. Ο έρωτας, μετατονισμένος σε όρους πλατωνικούς και πετραρχικούς, ενέπνευσε στον Ε. διάφορες συνθέσεις, όπου η τρυφερότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίδης, Παύλος — (Ανδρονίκειο Καππαδοκίας 1849 – Αθήνα 1930). Ιστορικός, πολιτικός και πανεπιστημιακός. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”